- ἀρκτοῦρος
- Ἀρκτοῦροςguardmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀρκτοῦρος — guard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρκτούρος — (Αστρον.). Αστέρας μεγάλου μεγέθους, o λαμπρότερος του αστερισμού του Βοώτη (α του Βοώτη). Η φαινομενική του λαμπρότητα οφείλεται ουσιαστικά σε δύο λόγους: είναι αστέρας γίγας, με διάμετρο περίπου τριάντα φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο του… … Dictionary of Greek
Αρκτούρος — ο ένας από τους λαμπρότερους απλανείς αστέρες (ανήκει στον αστερισμό του Βοώτη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀρκτούρω — Ἀρκτοῦρος guard masc nom/voc/acc dual Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκτούρω — Ἀρκτοῦρος guard masc nom/voc/acc dual Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκτοῦρον — Ἀρκτοῦρος guard masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκτοῦρον — Ἀρκτοῦρος guard masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκτούροιο — Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκτούροιο — Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκτούρου — Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)